ανέαστος

ανέαστος
ἀνέαστος, -ον (Α)
λέγεται για γη που δεν οργώθηκε, που έμεινε ακαλλιέργητη, χέρσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + νεώ (-άω) «οργώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”